-
1 κελευθα
-
2 διατρεχω
(fut. διαδραμοῦμαι, aor. 2 διέδρᾰμον)1) пробегать(ἰχθυόεντα κέλευθα Hom.; στρατόπεδον Thuc.; τὰ μεταξύ Plut.)
διατρέχοντες ἀστέρες Arph. — блуждающие звезды;ὅτι τάχιστα διαδραμεῖν τὸν λόγον Plat. — поскорее произнести речь;ἅπαντα τὸν βίον διαδραμεῖν Plat. — прожить свою жизнь до конца2) распространяться, проноситься(θροῦς διέδραμε τῆς ἐκκλησίας Plut.; νεφέλαι διέδραμον ἄλλυδις ἄλλαι Theocr.)
3) проделать4) проникать -
3 ιχθυοεις
См. также в других словарях:
ιχθυόεις — εσσα, εν (Α ἰχθυόεις, εσσα, εν) γεμάτος ψάρια, αυτός στον οποίο υπάρχουν άφθονα ψάρια αρχ. 1. όμοιος με ψάρι 2. αυτός που αποτελείται από ψάρια («ἰχθυόεσσα θήρη», Οππ.) 3. φρ. α) «ἰχθυόεντα κέλευθα» η θάλασσα (Ομ. Οδ.). β) «ἰχθυόεις μυχός» ο… … Dictionary of Greek